- περιβρέχω
- περιβρέχω, περιέβρεξα βλ. πίν. 31
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
περιβρέχω — ΝΜ βρέχω κάτι ή κάποιον ολόγυρα, από όλες τις πλευρές, ραντίζω, περιρραίνω («μάς περιέβρεξαν τα κύματα») … Dictionary of Greek
περιβρέχω — περιέβρεξα, περιβράχηκα, περιβρεγμένος, βρέχω κάτι από παντού, καταβρέχω, μουσκεύω, περιχύνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιμάσσω — (Α αἱμάσσω) νεοελλ. 1. είμαι ματωμένος, στάζω αίμα, αιμορραγώ 2. είμαι τραυματισμένος ψυχικά, υποφέρω αρχ. 1. κηλιδώνω, περιβρέχω κάτι με αίμα 2. τραυματίζω, πληγώνω 3. έχω το χρώμα τού αίματος 4. προκαλώ αιματηρό τέλος 5. (ως ιατρ. όρος) κάνω… … Dictionary of Greek
αλίκλυστος — ἁλίκλυστος, ον (Α) 1. αυτός που κατακλύζεται από τη θάλασσα, ο θαλασσόδαρτος 2. αυτός που σηκώνει ψηλά κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + κλύζω, «περιβρέχω, ορμώ και σκεπάζω με κύματα»] … Dictionary of Greek
αμφιδιαίνω — ἀμφιδιαίνω (Μ) περιβρέχω, μουσκεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + διαίνω «βρέχω, μουσκεύω»] … Dictionary of Greek
αμφικλύζω — ἀμφικλύζω (Α) περιβρέχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κλύζω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμφίκλυστος] … Dictionary of Greek
βρέχω — (AM βρέχω) 1. υγραίνω, μουσκεύω κάτι με νερό ή άλλο υγρό 2. (σε γ΄ πρόσ.) πέφτει βροχή («βρέχει», «βρέχει ο ουρανός», «ἔβρεξε Κύριος χάλαζαν, βροχήν») νεοελλ. 1. ραντίζω 2. πέφτω σαν βροχή 3. (για νήπια συνήθως) βρέχομαι κατουριέμαι 4. φρ. α)… … Dictionary of Greek
επικλύζω — ἐπικλύζω (AM) μτφ. πιέζω, βαρύνω, στενοχωρώ («ὑβρίζεις καὶ ἐπικλύζεις τοσούτοις κακοῑς», Λουκιαν.) αρχ. 1. καλύπτω με νερό, πλημμυρίζω, κατακλύζω («ὄθι κύματ’ ἐπ’ ἠιόνος κλύζεσκον», Ομ. Οδ.) 2. (για αφηρημ. έννοιες, διαθέσεις, καταστάσεις,… … Dictionary of Greek
ζεματίζω — και ζεματώ και ζεματάω (Μ ζεματίζω) 1. περιβρέχω κάποιον ή κάτι με βραστό υγρό («ζεματίζω το πιλάφι με βούτυρο») 2. εμβαπτίζω κάτι μέσα σε βραστό υγρό 3. προξενώ εγκαύματα, καίω (α. «ζεματάει το τσάι» β. «ζεμάτισα τη γλώσσα μου») 4. (μέσ. παθ.)… … Dictionary of Greek
κηρόκλυστος — κηρόκλυστος, ον (Α) πάπ. επιχρισμένος με κερί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + κλυστος (< κλυζω «περιβρέχω, σκεπάζω»), πρβλ. θαλασσό κλυστος, ποταμό κλυστος] … Dictionary of Greek